ὄρεα

ὄρεα
ὄρος
implement for pressing grapes
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀρέα — ὀρέᾱ , ὀρεύς mule masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέας — ὀρέᾱς , ὀρεύς mule masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομένω — ὑπομένω, ΝΜΑ [μένω] κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηοτ|, υποφέρω ή ανέχομαι κάτι (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», Πλάτ.) αρχ. 1. μένω πίσω («οἱ δ ἅμα πάντες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”